αυτοερωτισμός

αυτοερωτισμός
ο
το να ικανοποιεί κάποιος μόνος του τις ερωτικές του ανάγκες χωρίς σύντροφο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυτερωτισμός — ο αυτοερωτισμός* …   Dictionary of Greek

  • ναρκισσισμός — ο 1. υπερβολική αυταρέσκεια, αυτοθαυμασμός, εγωπάθεια, εγωλατρία, εγωκεντρισμός 2. (ψυχιατρ.) παθολογική κατάσταση κατά την οποία το άτομο ερωτεύεται τον εαυτό του, αυτοερωτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. narcissisme < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • ναρκισσισμός — ο αυτοθαυμασμός, αυτοερωτισμός, υπερβολική αυταρέσκεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”